-
1 электронный
επ.ηλεκτρονικός•-ая лампа η ηλεκτρονική λάμπα•
-ая счётная машина ηλεκτροκίνητη λογιστική μηχανή.
επ.του κράματος αλουμινίου και μαγνησίου. -
2 электронный
электрон||ныйприл ήλεκτρονικός:\электронныйная лампа ἡ ἡλεκτρονική λυχνία. -
3 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
4 нагрев
η θέρμανση *- шины - του επίσωτρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрев
-
5 электропривод
η ηλεκτροκίνησηрегулируемый - ρυθμιζόμενη -, ελεγχόμενη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электропривод
-
6 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
7 умножитель
ο πολλαπλασιαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > умножитель
-
8 фокус
(физ., фото, мат.) η εστίαη εστίαση, το σημείο σύγκλισης των ακτινώντο επίκεντροτο κέντρο της συγκέντρωσηςη εστία της διάθλασης ή αντανάκλασης των ακτινώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фокус